απορθώνω

απορθώνω
ἀπορθώνω (Μ), ἀπορθῶ (-όω) (Α) [ορθώ (-όω)]
μσν.
(για στράτευμα) ξεσηκώνομαι
αρχ.
1. καθιστώ κάτι ευθύ
2. κατευθύνω, οδηγώ σωστά
3. αποκαθιστώ την υγεία κάποιου.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”